Total Pageviews
Friday, May 27, 2011
To ποντίκι που βρυχάται
"Να επαναδιαπραγματευτούμε το μνημόνιο με τους δικούς μας όρους"!-Ο υπερήφανος λαός!
"Να κηρύξουμε πτώχευση και να μην τους δώσουμε φράγκο"!-Ο μάγκας λαός!
"Να δούμε αν μας αφήσουν να πτωχεύσουμε ποιός θα αγοράζει τα προιόντα τους"!-Ο παράκλητος λαός!
Τρία συνθήματα-τρία χαρακτηριστικά της ψυχοπαθολογίας μας και δυστυχώς υιοθετούνται από τους πολιτικούς μας ηγέτες (τους περισσότερους).
Στην Ελλάδα,οι πολιτικοί δεν εκπαιδεύουν τους πολίτες.Αντίθετα,κολακεύουν κάθε ευτελές τους ένστικτο βαφτίζοντάς το "λαική βούληση".
Ενας υπερχρεωμένος λαός που ζει δανειζόμενος από τους άλλους και αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες σε τροφή-ένδυση-θέρμανση-ηλεκτρισμό,αισθάνεται απολύτως άνετος να κομπάζει για την "ιστορική του κληρονομιά" χλευάζοντας τους "βελανιδοφάγους" προγόνους των σημερινών του δανειστών.
Ενας λαός που αυτοκτονεί καθημερινά στους δρόμους,λόγω ανύπαρκτης οδικής παιδείας
και αναδεικνύεται "κοινωνικά" οδηγώντας τα προιόντα των "βελανιδοφάγων".
Ενας λαός που καμαρώνει για τον πολιτισμό του,τη στιγμή που αδειάζει μπάζα και τόννους σκουπιδιών όπου βρει,έχει μηδαμινή κουλτούρα ανακύκλωσης-διαχείρησης απορριμάτων και αφήνει τα "πολιτιστικά" του ίχνη σε κάθε αμμουδιά και πάρκο που επισκέπτεται.
Ενας λαός με πρωταθλήτρια τη διαφθορά,την αγένεια,την αναξιοκρατία,το νεπωτισμό και εδραία ταυτόχρονα την πεποίθηση περί φυλετικής του υπεροχής την οποία μόνο τα "συνωμοτικά σχέδια" των "βελανιδοφάγων" εμποδίζουν να θριαμβεύσει.
Και πλάι σ'αυτό το λαό,μια ηγεσία που καλλιεργεί όλες του τις αυταπάτες.
Μπροστά στο χείλος της χρεωκοπίας,καμία αυτοκριτική,καμία αίσθηση ενοχής,καμία υποχρέωση αυτοελέγχου.
Μια κοινωνία εμποτισμένη από παραισθησιογόνα αυτοδικαίωσης.
Οντες απόλυτα βέβαιοι-για μια ακόμη φορά-για το "δίκιο μας" συνεχίζουμε την ξέφρενη πορεία προς τον γκρεμό ,προσδίδοντάς της και ένα στοιχείο αρχαιοελληνικής τραγωδίας: ωραίοι και αθώοι,θυσιαζόμαστε στο όνομα των ευδαιμονικών μας ιδανικών.
Δεν έχει σημασία αν άλλοι μας τα εξασφάλισαν:εμείς τα δικαιούμαστε!
Ισως αποτελεί ιστορική νομοτέλεια η εξάλειψη αυτού του ανθρωπολογικού τύπου.
Εστω και ανεπίγνωστα,αυτήν καθημερινά απεργαζόμαστε...
27/5/2011
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Αντί άλλου σχολίου, ένα πρόσφατο άρθρο του Βασίλη Καραποστόλη από την Καθημερινή της Κυριακής
ReplyDeleteΗ κλίμακα -των πάνω με τους κάτω- έσπασε
Εκείνοι που κατέχουν θέσεις δεν θεωρείται πως τις κέρδισαν με την αξία τους, αλλά με γνωριμίες, ελιγμούς ή κομματική ταυτότητα
Του Βασιλη Kαραποστολη*
Είναι φαίνεται συνέπεια του γεγονότος ότι η κρίση χτύπησε κατακέφαλα τη χώρα μας, ότι όλοι πλέον ασχολούνται με το τι υπάρχει μέσα στο κεφάλι τους. Φταίει η νοοτροπία μας, λένε, το κεφάλι μας που δεν αλλάζει. Τι κρύβεται, αλήθεια, εκεί μέσα; Τι φωλιάζει κάτω απ’ το συλλογικό κρανίο μας και γεννάει τόσα παθήματα; Προσποιούμαστε ότι το αγνοούμε. Στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουν το μυστικό, όλοι ξέρουν πώς δουλεύει το μυαλό τους. Τους αρέσει απλώς να «κάνουν το δικό τους». Αυτό είναι που δεν θέλουμε να ομολογήσουμε και τάχα απορούμε γιατί η πυξίδα να μας πηγαίνει μια από δω και μια από κει.
Ασφαλώς, δίνει και το παλαντζάρισμα μια ηδονή, και μάλιστα από τις μεγαλύτερες. Σου επιτρέπει να αλλάζεις κατεύθυνση χωρίς να δικαιολογείσαι, να μένεις στα μισά του δρόμου χωρίς να μετανιώνεις που ξεκίνησες, να επιδιώκεις ταυτοχρόνως δύο πράγματα αντίθετα μεταξύ τους και μόλις φθάσεις στο αδιέξοδο να λες ότι έφταιγαν τα πράγματα που δεν ήταν ένα και ήταν περισσότερα. Βόλευε από πολύ παλιά τον Ελληνα να έχει για οδηγό του ένα κεφάλι που δεν περιείχε τόσο γνώσεις όσο «ιδέες», και πρώτα απ’ όλα μια ιδέα για τον εαυτό του. Τον φανταζόταν και τον ήθελε ανεξάρτητο αυτόν τον εαυτό, να κάνει κουμάντο μόνος του, να χαίρεται με τις αυθαιρεσίες του, να καμαρώνει με τις αντιφάσεις του που τις άφηνε άλυτες. Το αποτέλεσμα ήταν η ιδέα αυτή για τον εαυτό να συγκρούεται συχνά με την πραγματικότητα και να τραυματίζεται, όχι όμως τόσο πολύ ώστε να αλλάζει ποιότητα. Απόδειξη ότι ποτέ οι οικονομικές συμφορές στην Ελλάδα δεν ταπείνωσαν βαθιά το εγώ των πληγέντων. Συνέχιζε να ισχύει εκείνο το παλιό προεπαναστατικό: «Ας με λένε Βοϊβοντίνα, κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα». Η πτωχαλαζονεία, άλλωστε, αυτό δεν είναι; Μια επιμονή του στερημένου ανθρώπου να αποδείξει ότι διαθέτει κάποιους τίτλους που δεν τους γράφουν τα χαρτιά. Πράγμα καθόλου κακό, αν δεν φουσκώνει υπερβολικά το μυαλό. Αλλά αυτό συνήθως γινόταν.
Για άλλη μια φορά αυτό το περίφημο μυαλό μας σήμερα ταρακουνιέται. Η κρίση το αμφισβητεί. Είναι χρήσιμο σε τέτοιες περιπτώσεις να μην ξεχνάει κανείς ότι κανένα μειονέκτημα δεν είναι εντελώς μειονέκτημα. Το όλο ζήτημα είναι ακριβώς να βρεθεί ποια πλευρά ενός εθνικού ελαττώματος μπορεί να αξιοποιηθεί, αφού, έτσι κι αλλιώς, το ελάττωμα στο σύνολό του θα μείνει αμετάλλακτο για πολύ ακόμη. Ο άνθρωπος που θέλει να αυτενεργεί και να «κατεβάζει ιδέες» ερήμην της πραγματικότητας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός. Αυτό είναι μειονέκτημα. Ταυτόχρονα όμως διατηρεί τη διάθεση να μην μείνει παθητικός και αυτό είναι μια μορφή πλεονεκτήματος. Θέλουμε λοιπόν να δράσουμε, αλλά όπως μας καπνίσει. Πάντως το θέλουμε. Εκείνο που λείπει, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι δεν έχει πειστεί το άτομο ότι απέναντί του υπάρχουν κανόνες στους οποίους θα του ήταν ωφέλιμο να συμμορφωθεί. Και οι πιο βασικοί κανόνες αφορούν την ιεραρχία. Εκεί είναι που χωλαίνει η σκέψη μας, αυτό είναι που χωνεύεται πιο δύσκολα. Αλυτος κόμπος για την ελληνική νοοτροπία η διαφορά ανάμεσα στους πάνω και στους κάτω.
Η έννοια της ιεραρχίας στη συνείδηση του πολίτη παρουσιάστηκε πάντα σαν συνώνυμο της επιβολής από τα πάνω, σαν κατασκευή που δεν τη στήριζε καμιά οργανική λογική. Το πιο σημαντικό ήταν ότι θεωρήθηκε πως η ιεραρχία βάζει φραγμούς στις φιλοδοξίες των κατωτέρων. Το να είναι υποχρεωμένος κάποιος να τηρεί ορισμένες διαδικασίες, να αποδέχεται τους ανωτέρους και να προσπαθεί παράλληλα ο ίδιος να ανεβαίνει σκαλί σκαλί, εάν το ήθελε, έφτασε να σημαίνει τροχοπέδη στην αναρρίχηση, καθυστέρηση εκ του πονηρού, τυραννία των υψηλά ισταμένων. Ο πόθος του κάθε φιλόδοξου ήταν να βρεθεί μ’ ένα άλμα στην κορυφή. Φάνταζε κουραστική η κλιμακωτή πορεία κι επιπλέον έλειπαν οι εγγυήσεις για ανταμοιβή. Να γιατί η ιεραρχία δεν εμπνέει σεβασμό. Γιατί αποπνέει σαθρότητα. Εκείνοι που κατέχουν θέσεις και αξιώματα δεν θεωρείται πως τα κέρδισαν με την αξία τους, αλλά πώς είναι τοποθετημένοι εκεί με τις γνωριμίες τους, με τους ελιγμούς τους ή με την κομματική τους ταυτότητα. Από τους «ανωτέρους» λείπει το κύρος. Οπότε τέρμα στην ανωτερότητα!
ReplyDeleteΕτσι το λαϊκό ένστικτο ενώ λειτούργησε σωστά ως προς τη διάγνωση του προβλήματος, έπεσε έξω ως προς τη θεραπεία του. Οι υφιστάμενοι είδαν το καυχησιάρικο ύφος των νωθρών προϊσταμένων τους και νόμισαν ότι έπρεπε να καταργηθεί η σχέση προϊσταμένου-υφισταμένου. Είδαν την εξουσία των ανίκανων και πίστεψαν ότι η ικανότητα στο εξής θα κρινόταν έξω από τύπους, έξω από καταστατικά, έξω από κάθε επιτροπή. Κηρύχθηκε η ισότητα μεταξύ ανυπάκουων. Σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης αυτό εδραιωνόταν μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Μέσα στη Δημόσια Διοίκηση, μέσα στα σχολεία, μέσα στις επιχειρήσεις, ακόμη και μέσα στα κόμματα, καθιερώθηκε μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία όποιος κατέχει κάποιο πόστο, είναι πρόσωπο φυτεμένο παρά φύσιν στην κοινωνική μας γη. Αυτό το πρόσωπο θα ’πρεπε λοιπόν να ξεριζωθεί για να μπει κάποιος άλλος στη θέση του - αλλά ποιος; Κανείς δεν ήταν σίγουρο ότι θα επικρατούσε επαξίως και νομίμως.
Ωσπου ήρθε η κρίση και μας το ζητάει αυτό επιτακτικά. Πρέπει να ξεπληρώσετε, λέει, οπωσδήποτε το χρέος σας. Βρείτε τρόπο να δουλέψετε, αλλιώς. Είναι σαν να μας λένε ότι πρέπει να βρούμε τρόπο ώστε να παραδεχθούμε τους καλύτερους. Να σεβαστούμε εκείνους που θα ξεχωρίσουν με τον κόπο τους. Να γίνουμε δίκαιοι μέσα στη φτώχεια μας, ώστε να ξεπεράσουμε τη φτώχεια μας. Ενάρετοι δεν είμαστε. Τουλάχιστον από συμφέρον, όμως ας φερθούμε σαν να μην ήμασταν δούλοι του φθόνου.
*O κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.